- κρόκῳ
- κρόκοςsaffronmasc dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κροκώ — κροκῶ, όω (AM) μσν. υφαίνω αρχ. 1. στεφανώνω με κίτρινο κισσό 2. περιτυλίγω μέρη τού σώματος με κρόκη σε μυστηριακές τελετές 3. (το ουδ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) τὸ κροτοῡν καθαρτική τελετή κατά την οποία οι μύστες είχαν κρόκη δεμένη στο δεξιό χέρι… … Dictionary of Greek
κρόκωι — κρόκῳ , κρόκος saffron masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
CROCINUM Unguentum — memoratum Plinio, l. 33. c. 1. Crocinum in Solis Ciliciae diu laudatum, mox Rhodi: etiam Romanis inter luxuriae fuit delitias, nec proin medelis aptum modo, ut quidam volunt, sed etiam naribus gratum. Propert. l. 3. Eleg. 9. v. 21. Sit mensae… … Hofmann J. Lexicon universale
κροκωνίδες — Αρχαίο ιερατικό γένος της Αθήνας. Γενάρχης του ήταν ο μυθικός βασιλιάς Κρόκων (βλ. λ.), που του έδωσε και το όνομά του. Άλλοι λένε όμως ότι το γένος αυτό ονομάστηκε έτσι επειδή ασχολείτο με την «κρόκωσιν» στις τελετές των Ελευσίνιων μυστηρίων. Οι … Dictionary of Greek
κρόκη — (I) η (Α κρόκη, αιτ. εν. και κρόκα, ονομ. πληθ. κρόκες) το νήμα που περνά με τη σαΐτα στο στημόνι τού αργαλειού, υφάδι («υφαίνουσι δέ... ἄνω τὴν κρόκην ὠθέοντες», Ηρόδ.) αρχ. 1. (γενικά) κλωστή, νήμα 2. κλωστή από μαλλί, κροκύς* («τρίβωνες… … Dictionary of Greek
κρόκος — (Βοτ.). Βολβόρριζη πόα της οικογένειας των ιριδιδών (μονοκοτυλήδονα), η επιστημονική ονομασία της οποίας είναι Crocus sativus. Έχει κονδυλώδη βολβό, από τον οποίο εκφύονται 6 10 στενά, επιμήκη, πράσινα φύλλα, συγχρόνως με τα άνθη. Τα άνθη, 1 2… … Dictionary of Greek
ρανίδα — η / ῥανίς, ίδος, ΝΜΑ σταγόνα, σταλαματιά (α. «έχυσαν και την τελευταία ρανίδα τού αίματός τους» β. «ὡς ῥανὶς δρόσου ὀρθρινὴ κατελθοῡσα ἐπὶ γῆν», ΠΔ) αρχ. 1. το σπέρμα τού ανδρός 2. κηλίδα, στίγμα, σημάδι («τὰ πτίλα ἔχει ῥανίδας οἱονεί κρόκῳ… … Dictionary of Greek
încurca — ÎNCURCÁ, încúrc, vb. I. 1. tranz. 1. A încâlci fire, aţă etc., a le face noduri astfel încât să nu se mai poată descurca uşor. ♦ (pop.) A călca în picioare fâneţele, semănăturile. 2. A schimba mereu drumul, direcţia pentru a îngreuia o urmărire,… … Dicționar Român